Πέμπτη 16 Απριλίου 2015

Το κουνελάκι και ο παππούλης -Παραμύθι

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα κουνελάκι μικρό και πονηρό. Όπως σε όλα τα κουνελάκια έτσι και στο δικό μας άρεσαν πολύ τα καροτάκια και τα τρυφερά μαρουλάκια. Είχε λοιπόν βρει ένα λαχανόκηπο και έσκαβε λαγούμια και έμπαινε μέσα και έτρωγε με την ψυχή του.
Μια μέρα όμως ο παππούλης που είχε το λαχανόκηπο βαρέθηκε να του τρώνε τα λαχανικά του και αποφάσισε να πάρει ένα μεγάλο σκύλο να φυλάει το λαχανόκηπό του. Και έτσι και έκανε. Την επόμενη ημέρα πάει το κουνελάκι στο λαχανόκηπο και τι να δει. Ένας μεγάλος σκύλος το κοιτούσε πίσω από το φράχτη και του έτρεχαν τα σάλια. Όταν μάλιστα γαύγισε, το κουνελάκι έφυγε τρέχοντας με την καρδούλα του να χτυπάει γρήγορα από το φόβο του. Πέρασαν μία, δύο, τρείς, πέντε μέρες και το κουνελάκι κοιτούσε από μακριά το λαχανόκηπο και ξερογλειφόταν. Του έλειπαν πολύ τα τραγανά καροτάκια. Έπρεπε να βρεθεί μια λύση. Και πράγματι, εκεί που καθόταν λυπημένο του ήρθε μια τρομερή ιδέα. Έφυγε τρέχοντας για το χωριό και πήγε κατευθείαν στο χασάπη. Εκεί απέξω, εκεί που ο χασάπης πετούσε τα σκουπίδια του, πήρε μερικά κόκκαλα και λίγο κρέας και πήγε κατευθείαν στο σκύλο. Του έριξε το κρέας και όσο εκείνος έτρωγε με βουλιμία τρύπωσε και εκείνο μέσα στο λαχανόκηπο και πρόλαβε να φάει δύο ή τρία καροτάκια. Πέρασαν τρείς ολόκληρες ημέρες και το πονηρό κουνελάκι έκανε κάθε μέρα την ίδια δουλειά. Έπαιρνε άχρηστα κόκκαλα και κρέατα από το χασάπη και τα πήγαινε στο σκύλο ο οποίος όσο έτρωγε άφηνε το κουνελάκι στην ησυχία του.
Ο παππούλης είχε πάρει μυρωδιά τι γινόταν και αποφάσισε ότι με το σκύλο δε γινότανε δουλειά. Έτσι αποφάσισε να πάρει μία αρκούδα. Όταν το κουνελάκι αντίκρισε την αρκούδα του έπεσαν τα κρέατα από τα χέρια και έμεινε με ανοιχτό το στόμα! Πέρασαν μια, δυο, τρείς, πέντε μέρες και τελικά σκέφτηκε ένα άλλο κόλπο. Πήγε στο δάσος και βρήκε ένα μελίσσι. Γέμισε ένα κουβαδάκι με μέλι, για το οποίο ως γνωστόν τρελαίνονται οι αρκούδες, και το πήγε στην αρκούδα. Εκείνη με το που μύρισε το μέλι έκανε σαν τρελή. Κάθισε σε μια γωνιά και έτρωγε και έτρωγε και χορταμό δεν είχε. Το κουνελάκι, μπήκε μέσα στο λαχανόκηπο και άρχισε να ροκανίζει τα καροτάκια του. Η αρκούδα δεν του έδωσε καμία σημασία! Πέρασαν έτσι και πάλι τρείς ολόκληρες μέρες. Το κουνελάκι τάιζε μέλι την αρκούδα και έμπαινε στο λαχανόκηπο σαν κύριος.
Ο παππούλης που είχε το λαχανόκηπο κατάλαβε ότι ούτε με την αρκούδα δεν έβγαινε άκρη. Έτσι αποφάσισε να πάρει την αρκούδα και να βάλει στη θέση της έναν ελέφαντα! Την επόμενη μέρα, όταν το κουνελάκι είδε το νέο φύλακα του λαχανόκηπου δεν δίστασε. Αμέσως πήγε στο φίλο του το ποντικάκι και του είπε, “Σε παρακαλώ, ξέρεις πως οι ελέφαντες φοβούνται τα ποντίκια. Θα μπορούσες να πας να του πεις καλημέρα για να τρομάξει και να φύγει;”. “Ευχαρίστως!”, γέλασε το ποντικάκι και πέρασε σβέλτα κάτω από το φράχτη. Την επόμενη στιγμή ακούστηκε ένας ήχος σαν τρομπέτα, ο ελέφαντας να γκρεμίζει το φράχτη και να εξαφανίζεται. Το κουνελάκι ευχαρίστησε το ποντικάκι, μπήκε στο λαχανόκηπο και έφαγε καροτάκια μέχρι που πρήστηκε η κοιλίτσα του.
Όταν ο παππούλης είδε τι συνέβη κατάλαβε ότι δεν είχε καμιά ελπίδα με το κουνελάκι, παρά ήταν έξυπνο για οποιοδήποτε φύλακα. Επειδή όμως και ο παππούλης ήταν έξυπνος βρήκε ένα τρόπο για να μετατρέψει την τελική του ήττα σε νίκη. Έτσι πλησίασε το κουνελάκι, που τον κοιτούσε κρατώντας την κοιλίτσα του, και του είπε: - Νομίζω ότι είσαι πολύ έξυπνο για να τα βάλει κανείς μαζί σου. Τι λες, θέλεις να συνεργαστούμε; - Τι ακριβώς έχεις στο μυαλό σου, τον κοίταξε το κουνελάκι με περιέργεια. - Να, απλά θα αναλάβεις εσύ να φυλάς το λαχανόκηπο. Για αμοιβή θα μπορείς να τρως όσα καροτάκια θέλεις. Το κουνελάκι σκέφτηκε λίγο και απάντησε θαρρετά. - Είμαστε σύμφωνοι. Κόλλα το!
Έτσι το κουνελάκι έδωσε τα χέρια με τον παππούλη και από τότε και ο παππούλης είχε ήσυχο το κεφάλι του αλλά και το κουνελάκι έτρωγε, χωρίς να κοπιάζει ιδιαίτερα, όσα καροτάκια ήθελε.
Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα! 

Δεν υπάρχουν σχόλια: